μυθοπλάστης

μυθοπλάστης
ο
1. αυτός που πλάθει, που επινοεί μύθους: Οι μυθοπλάστες έχουν μεγάλη φαντασία.
2. ψευδολόγος: Ορισμένοι δημοσιογράφοι είναι μυθοπλάστες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυθοπλάστης — ο, θηλ. μυθοπλάστρια (ΑΜ μυθοπλάστης) αυτός που επινοεί, που πλάθει μύθους, ο μυθοποιός νεοελλ. ψευδολόγος, ψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + πλάστης (< πλάθω), πρβλ. θεο πλάστης, χαλκο πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • μυθοπλάσται — μυθοπλάστης coiner of legends masc nom/voc pl μυθοπλάστᾱͅ , μυθοπλάστης coiner of legends masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθοπλαστῶν — μυθοπλάστης coiner of legends masc gen pl μυθοπλαστέω invent pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθοπλάσταις — μυθοπλάστης coiner of legends masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθοπλάστην — μυθοπλάστης coiner of legends masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθοπλάστου — μυθοπλάστης coiner of legends masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθοποιός — ὁ (Α μυθοποιός, όν) αυτός που πλάθει, που επινοεί μύθους, ο μυθοπλάστης («οὐδείς τε ἐκ τῶν μύθων ἄγνοιαν αἰτιᾱται τῶν μυθοποιῶν», Στράβ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. μυθοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • μυθοπλάστας — μυθοπλάστᾱς , μυθοπλάστης coiner of legends masc acc pl μυθοπλάστᾱς , μυθοπλάστης coiner of legends masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθογράφος — ο (Α μυθογράφος) αυτός που γράφει, που συνθέτει μύθους, ο μυθοπλάστης («οὐκ ἃν ἔτι πρέπον εἴη ποιηταῑς καὶ μυθογράφοις χρῆσθαι μάρτυσι περὶ τῶν ἀγνοουμένων», Πολύβ.) νεοελλ. αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη συλλογή από ζωντανές αφηγήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • μυθοπλαστία — και μυθοπλασία, η (ΑΜ μυθοπλαστία) η ενέργεια τού μυθοπλαστώ, η επινόηση μύθων, η μυθοποιία νεοελλ. 1. ιατρ. η παρουσίαση καθαρά φανταστικών γεγονότων, με αποτέλεσμα μια μυθιστορηματική εκδοχή τους, η οποία έχει παθολογική σημασία στο πλαίσιο τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”